φακοειδής — lentiform masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοειδῆ — φακοειδής lentiform neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φακοειδής lentiform masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φακοειδής lentiform masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοειδεῖ — φακοειδής lentiform masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φακοειδής lentiform masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοειδεῖς — φακοειδής lentiform masc/fem acc pl φακοειδής lentiform masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοειδές — φακοειδής lentiform masc/fem voc sg φακοειδής lentiform neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοειδοῦς — φακοειδής lentiform masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοειδῶν — φακοειδής lentiform masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ένστρωση — Εκτεταμένο στρώμα πετρώματος μικρού πάχους, που παρεμβάλλεται μεταξύ παχύτερων στρωμάτων. Για παράδειγμα, έ. θεωρείται ένα ασβεστολιθικό στρώμα πάχους 10 μ., που παρεμβάλλεται μεταξύ σχιστόλιθων πάχους πολλών εκατοντάδων μέτρων. Αν η έ. έχει… … Dictionary of Greek
πετέχεια — η, Ν ιατρ. μικρή στιγμοειδής ή φακοειδής αιμορραγία τού δέρματος ή ενός βλεννογόνου, χαρακτηριστική τής πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. petecchia] … Dictionary of Greek